κατασυκοφάντηση
Greek Monolingual
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατασυκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατασυκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].