κατασχέτω

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

κατάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάσχω από τον αόρ. κατέσχεσα υποχωρητικά κατά το σχήμα έθεσα: θέτω].