ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
κατάσχω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάσχω από τον αόρ. κατέσχεσα υποχωρητικά κατά το σχήμα έθεσα: θέτω].