ενεστωτικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ενεστώτα (χρόνο του ρήματος)
2. φρ. «ενεστωτικός αναδιπλασιασμός» — η επανάληψη του αρκτικού συμφώνου του θέματος με ένα -ι- για τον σχηματισμό του χρόνου ενεστώτα («διδάσκω», «δί-δωμι», «τί-θημι»).
επίρρ...
ενεστωτικώς
με χρόνο ενεστώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενεστώς. Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Μαυροφρύδη («ενεστωτικά θέματα»)].