καταυαίνω
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
fut. -αυᾰνῶ Archil.61:—wither up, l.c.:—later καθαυαίνω Lyc.397, Luc.Am.12.
German (Pape)
[Seite 1387] ausdörren, austrocknen, Archil. 42; Luc. Amor. 12 καθαυαίνω geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
καταυαίνω: v.l. καθαυαίνω иссушать Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταυαίνω: καταξηραίνω, ὁ Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλ. 55, Λυκόφρ. 397, Λουκ. Ἔρωτ. 12·― ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις φέρεται, καθαυαίνω.
Greek Monolingual
καταυαίνω και καθαυαίνω (Α)
(επιτ. τ. του αυαίνω) καταξεραίνω, καταστεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αυαίνω, later καθαυαίνω, verdorren.