κατιλλαντωρία

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Russian (Dvoretsky)

κατιλλαντωρία: или κατιλλαντιωρία ἡ косоглазие (Arst. - v. l. κατιλλαντής).