κατοψέ

English (LSJ)

Adv., strengthened for ὀψέ, late at night, Alex. Trall.2.

Greek Monolingual

κατοψέ (Α)
επίρρ. αργά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀψέ «αργά το βράδυ»].