κατραπακιά

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

η
1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη, κατακεφαλιά, καρπαζιά
2. ηθικό ή οικονομικό πλήγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ηχομίμηση].