κατωβλέπον

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

κατωβλέπον, τὸ (Α)
βλ. κατώβλεψ.

German (Pape)

οντος, τὸ, = κατωβλέπων.