κατωδρομώ

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual


1. τρέχω προς τα κάτω
2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του»)
3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση της νόσου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξοδρομώ, σταδιοδρομώ].