κατωδρομώ
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
1. τρέχω προς τα κάτω
2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του»)
3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση της νόσου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξοδρομώ, σταδιοδρομώ].