κατωμάγουλον

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

κατωμάγουλον και καταμάγουλον, το (Μ)
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + μάγουλον. Ο τ. καταμάγουλον με αφομοίωση].