κατῄδη

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κατῄδη: ὑπερσ. τοῦ κάτοιδα.

Greek Monotonic

κατῄδη: υπερσ. του κάτοιδα.

Russian (Dvoretsky)

κατῄδη: ppf. в знач. impf. к κάτοιδα.