Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
κατῄδη: ὑπερσ. τοῦ κάτοιδα.
κατῄδη: υπερσ. του κάτοιδα.
κατῄδη: ppf. в знач. impf. к κάτοιδα.