κατῄδη

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

κατῄδη: ὑπερσ. τοῦ κάτοιδα.

Greek Monotonic

κατῄδη: υπερσ. του κάτοιδα.

Russian (Dvoretsky)

κατῄδη: ppf. в знач. impf. к κάτοιδα.