καχλαίνω

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

German (Pape)

[Seite 1409] f. l. für καλχαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

καχλαίνω: ἴδε καλχαίνω.