στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
κελαινοχρώς: ῶτος adj. чернокожий, черный (σίλφη Anth.).