κελαινοχρώς

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Russian (Dvoretsky)

κελαινοχρώς: ῶτος adj. чернокожий, черный (σίλφη Anth.).