κελαινόχρους

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

κελαινόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
βλ. κελαινόχρως.