κελαινώπης
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
German (Pape)
[Seite 1414] θυμός, eigtl. schwarz von Ansehen, finster, die furchtbare Leidenschaft, der Zorn, Soph. Ai. 934, vgl. Lob. zu der Stelle.
Russian (Dvoretsky)
κελαινώπης: только дор. κελαινώπας, α adj. m мрачный, злобный (θυμός Soph.).