κελτίς

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας ουλμίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celtis < λατ. celtis «είδος αφρικανικού λωτού»].