κενοδόξισμα

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

κενοδόξισμα, τὸ (Μ)
καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενοδοξῶ].