καύχημα
English (LSJ)
Dor. καύχᾱμα, ατος, τό,
A a boast, vaunt, Pi.I.5(4).51.
2 subject of boasting, Lesb.Rh.3.4 (pl.), Ep.Rom. 4.2.
German (Pape)
[Seite 1409] τό, Gegenstand der Prahlerei, Pind. I. 4, 57 u. Sp.; καύχημα ἔχει N.T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vanterie, vantardise;
2 sujet de vanité.
Étymologie: καυχάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύχημα -τος, τό, Dor. καύχαμα [~ καυχάομαι] lofprijzing; reden tot trots.
Russian (Dvoretsky)
καύχημα: ατος τό
1 Pind., NT = καύχα;
2 (по)хвала: κ. ἔχειν πρός τινα NT заслужить чью-л. похвалу.
English (Strong)
from καυχάομαι; a boast (properly, the object; by implication, the act) in a good or a bad sense: boasting, (whereof) to glory (of), glorying, rejoice(-ing).
English (Thayer)
καυχήματος, τό (καυχάομαι), very rare in secular authors; the Sept. for תְּהִלָּה, praise, and תִּפְאֶרֶת, ornament, beauty; several times in Sirach:
1. that of which one glories or can glory, matter or ground of glorying: τό καύχημα ἔχειν εἰς ἑαυτόν μόνον, his glorying confined to himself (R. V. in regard of himself alone), τό καύχημα τῆς ἐλπίδος, the matter for glorying which hope gives, i. e. the hope, of which we glory, γέννημα, δίωγμα, θέλημα. ἴαμα, κήρυγμα (κλαῦμα, πλήρωμα, φρόνημα, etc., are used for γέννησις, δίωξις, θέλησις, κτλ. (cf. Ellicott on Lightfoot on καύχημα used for καύχησις (Pindar Isthm. 5,65 (cf. Meyer on μά in an active sense see Lightfoot on Colossians, p. 257f)), a glorying, boasting: ὑπέρ τίνος (see καυχάομαι, under the end), 2 Corinthians 9:3.
Greek Monolingual
και καύκημα, το (ΑΜ καύχημα, Α δωρ. τ. καύχαμα) καυχώμαι
1. το αντικείμενο της καύχησης, αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, καμάρι (α. «ώ γνήσια της Ελλάδος τέκνα... καύχημα νέον», Κάλβ.
β. «καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν», ΚΔ)
2. έπαρση, καύχηση, αλαζονεία, καυχησιολογία («ἀλλ' ὅμως καύχημα κατάβρεχε σιγᾷ», Πίνδ.).
Greek Monotonic
καύχημα: -ατος, τό (καυχάομαι),
1. καυχησιά, κομπασμός, κομπορρημοσύνη, σε Πίνδ.
2. αντικείμενο καυχησιάς, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
καύχημα: τό, τὸ καυχᾶσθαι, καύχησις, τὸ νὰ ἐπαινῇ τις ἑαυτόν, Πινδ. Ι. 5 (4). 65. 2) ἀντικείμενον καυχήσεως, Λεσβῶναξ 173. 18, Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 2.
Middle Liddell
καύχημα, ατος, τό, καυχάομαι
1. a boast, vaunt, Pind.
2. a subject of boasting, NTest.
Chinese
原文音譯:kaÚchma 考黑馬
詞類次數:名詞(11)
原文字根:自誇 相當於: (גַּאֲוָה) (תִּפְאֶרֶת)
字義溯源:自誇,可誇的,誇,誇口,誇耀,誇獎,歡樂;源自(καυχάομαι)=誇耀);而 (καυχάομαι)出自(αὐτόχειρ)X*=自誇),或出自(εὔχομαι)=願望)。參讀 (καυχάομαι)同源字
出現次數:總共(11);羅(1);林前(3);林後(3);加(1);腓(2);來(1)
譯字彙編:
1) 可誇的(2) 羅4:2; 林前9:16;
2) 所誇的(2) 林前9:15; 加6:4;
3) 誇口(2) 林後1:14; 林後9:3;
4) 誇耀(1) 來3:6;
5) 誇(1) 腓2:16;
6) 歡樂(1) 腓1:26;
7) 有誇口的(1) 林後5:12;
8) 自誇(1) 林前5:6
Translations
boast
Afrikaans: spog; Armenian: պարծենկոտություն; Azerbaijani: lovğalıq, gopçuluq, öyüngənlik, öyünmə; Belarusian: хвальба, самахвальства; Bulgarian: самохвалство; Chinese Czech: samochvála; Danish: pral; Dutch: opscheppen; Esperanto: fanfaronaĵo; Finnish: omakehu; French: vantardise, fanfaronnade; Galician: chufa; German: Angeben, Prahlen; Ancient Greek: καύχημα, κόμπος; Hebrew: התרברבות, התפארות; Hungarian: hencegés, dicsekvés; Icelandic: mont, gort, sjálfshól; Irish: braig; Italian: vanteria, guasconeria; Macedonian: фалење; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം, വീമ്പ്; Norwegian Bokmål: skryt; Old English: ġielp; Persian: خودستایی, لاف, بوش; Polish: przechwałki, samochwalstwo; Portuguese: ostentação; Quechua: anchaykachay; Romanian: lăudăroșenie, fanfaronadă; Russian: хвастовство, бахвальство, самохвальство; Slovak: chvastanie; Slovene: hvalisanje, bahanje; Spanish: presunción, alarde, fanfarronada, vanagloria, ostentación, jactancia; Swedish: skryt; Turkish: böbürlenme, iftihar etme, övünme; Ukrainian: хвастощі, хвастовство, похваляння, хвальба, вихвалка, самохвальство