κενοποιώ

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source

Greek Monolingual

κενοποιῶ, -έω (Α)
κάνω μάταια πράγματα, ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].