κεντητήριο

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

το (Α κεντητήριον) κεντώ
ειδικό εργαλείο της κεντητικής, βελόνα.