κεντητήριον
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
English (LSJ)
τό, pricker, awl, Luc.Cat.20; Glossaria on ῥαφίῳ, Gal.19.134; Glossaria on στιγεύς, Suid.
German (Pape)
[Seite 1418] τό, Werkzeug zum Stechen, der Pfriem, Luc. Catapl. 20; Suid. erkl. damit στιγεύς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
alêne.
Étymologie: κεντέω.
Greek (Liddell-Scott)
κεντητήριον: τό, κέντρον, Λουκ. Κατάπλ. 20· βελόνη, περόνη, Γαλην. Γλωσσ. σ. 552. ΙΙ. = καυτήριον, Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
κεντητήριον: τό колющее орудие, шило Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντητήριον -ου, τό [κεντέω] priem.