Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμιδένιος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-α, -ο κεραμίδι
1. κατασκευασμένος από πηλό, κεράμινος
2. αυτός που αποτελείται από κεραμίδια («κεραμιδένια σκεπή»).