κεράμινος
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
η, ον, = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. κεράμειος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράμινος -η -ον zie κεραμεοῦς.
Russian (Dvoretsky)
κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.
Middle Liddell
κεράμῐνος, η, ον = κεραμεοῦς, Hdt., Xen.]