κεραμοποιία

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη του κεραμοποιού, η κεραμευτική
2. (ειδ.) η τέχνη της κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο].