κεραμώνω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ κεραμῶ, -όω) κέραμος
καλύπτω με κεραμίδια στέγη, κεραμιδώνω
αρχ.
τοποθετώ τους στρατιώτες έτσι ώστε τα κεφάλια τους να καλύπτονται από τις ασπίδες.