Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
κεραοῦχος, -ον (Α)αυτός που έχει κέρατα, κερούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -oῦχος (< ἔχω)].