κερασία

English (LSJ)

v. κερασέα.

German (Pape)

[Seite 1421] ἡ, dasselbe, nach Moeris hellenistisch für das attische κέρασος.

Greek (Liddell-Scott)

κερασία: ἡ, ἡ δόσις τοῦ ποτηρίου ὅπως πίῃ τις, κατὰ δὲ τὴν κερασίαν πιόντος τοῦ βασιλέως λέγουσιν οἱ βουκάλιοι Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 371, 7.

Greek Monolingual

κερασία, ἡ (Μ)
η προσφορά ποτηριού γεμάτου κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κέρασις (< κεράννυμι) + κατάλ. -ία].