κερατόλιθος

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ο
(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις, αλλ. πυριτόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + λίθος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. chert and flint].