κερατόφυλλο
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
το
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της τάξης Κερατοφυλλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratophyllum < cerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -phyllum (πρβλ. φύλλον)].