κεσκίον
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
German (Pape)
[Seite 1426] τό, Werg, Abgang des Flachses, Hede, Hesych. τὸ ἀποκτένισμα τοῦ λίνου; vgl. Herodes Stob. Flor. 76, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κεσκίον: ἢ κέσκεον, τό, στυππεῖον, Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 153. 27· «κεσκίον· στυππεῖον, τὸ ἀποκτένισμα τοῦ λίνου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κεσκίον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεσκίον
τὸ στυπεῖον, το ἀποκτένισμα τοῦ λίνου».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέσκεον].