κηποτύραννος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, tyrant of the garden, epithet of the Epicurean philosopher Apollodorus, D.L.10.25.
German (Pape)
[Seite 1432] ὁ, der Gartentyrann, hieß der Epikuräer Apollodor, Diog. L. 10, 24.
Russian (Dvoretsky)
κηποτύραννος: ὁ царь сада (Эпикура), т. е. философ Аполлодор Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
κηποτύραννος: ὁ, ὁ τύραννος τοῦ κήπου, ἐπίθετον τοῦ Ἐπικουρείου φιλοσόφου Ἀπολλοδώρου, Διογ. Λ. 10. 25.
Greek Monolingual
κηποτύραννος, ὁ (Α)
(για τον Επικούρειο φιλόσοφο Απολλόδωρο) αυτός που ασκεί τυραννία στον κήπο, στον χώρο διδασκαλίας τών Επικουρείων φιλοσόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -τύραννος (< τύραννος), πρβλ. αινοτύραννος, οικοτύραννος.