κηροκίσηρον

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

κηροκίσηρον, τὸ (Μ)
μίγμα κεριού και ελαφρόπετρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κίσηρις «ελαφρόπετρα»].