κικκαβαύ

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

κικκαβαύ (Α)
κωμική ονοματοποιημένη κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής της κουκουβάγιας, στον Αριστοφ.