κινητής

English (LSJ)

κινητοῦ, ὁ,
A one that sets going, author, καινῶν ἐπῶν Ar.Nu.1397.
2 seditious person, agitator, Plb.28.17.12.

German (Pape)

[Seite 1440] ὁ, der bewegt, in Bewegung setzt; καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά Ar. Nubb. 1397; Aufrührer, καὶ καχέκται Pol. 28, 15, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui met en mouvement, qui lance;
2 qui soulève, agitateur, révolutionnaire, activiste.
Étymologie: κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητής -οῦ, ὁ [κινέω] ontwerper:. ὦ καινῶν ἐπῶν κινητά schepper van nieuwe verhalen Aristoph. Nub. 1397.

Russian (Dvoretsky)

κῑνητής: οῦ ὁ
1 досл. приводящий в движение, перен. зачинатель, создатель (καινῶν ἐπῶν Arph.);
2 возмутитель, подстрекатель Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητής: -οῦ, ὁ, ὁ βάλλων εἰς κίνησιν, ὁ ἐφευρίσκων, ὦ καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 1397. 2) ὁ ἐξεγείρων στάσιν, ταραχοποιός, στασιαστής, Πολύβ. 28. 15, 12.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κινητής) κινώ
1. αυτός που κινεί κάτι
2. αυτός που εφευρίσκει κάτι, ο δημιουργός («ὦ καινών ἐπῶν κινητά καί μοχλευτά», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ο υποκινητής
αρχ.
ο στασιαστής, ο ταραχοποιός.

Greek Monotonic

κινητής: -οῦ, ὁ (κινέω), αυτός που θέτει σε κίνηση, δράστης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κῑνητής, οῦ, κινέω
one that sets agoing, an author, Ar.