κιχόρη

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

κιχόρη, ἡ (Α)
το φυτό κιχόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κίχορα, τὰ, με αλλαγή γένους].