κλαδευτός

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

-ή, -ό κλαδεύω
αυτός από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί τα περιττά κλαδιά, αυτός που έχει κλαδευτεί.