κλαδοφορώ

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

κλαδοφορῶ, -έω (Μ)
κλαδηφορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω)].