κλειδάς

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ο (AM κλειδᾱς, -ᾱ) κλεις
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.