κλειδάς

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ο (AM κλειδᾱς, -ᾱ) κλεις
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.