κλειδοκύμβαλο

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το
μουσικό όργανο με χορδές που λειτουργεί με πλήκτρα, το πιάνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + κύμβαλον. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. clavecin. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα].