πιάνο

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. χορδόφωνο μουσικό όργανο με πληκτρολόγιο, γνωστό παλαιότερα με τον λόγιο όρο κλειδοκύμβαλον
2. φρ. α) «όρθιο πιάνο» — πιάνο του οποίου οι χορδές και το αντηχείο είναι τοποθετημένα κάθετα προς το επίπεδο του πληκτρολογίου
β) «πιάνο με ουρά» — πιάνο του οποίου οι χορδές και το αντηχείο είναι τοποθετημένα οριζόντια προς το επίπεδο του πληκτρολογίου
γ) «ηλεκτρικό πιάνο» — πιάνο στο οποίο η ενίσχυση του ήχου εξασφαλίζεται με ηλεκτρικούς ενισχυτές, ενσωματωμένους ή μη
δ) «ηλεκτρονικό πιάνο» — πιάνο με χρησιμοποίηση ηλεκτρικών ή ηλεκτρομαγνητικών μικροφώνων και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων για την παραγωγή του ήχου
ε) «υδραυλικό πιάνο» — η λεγόμενη πιανόλα
3. (ως επίρρ.) διεθνής μουσικός όρος της ευρωπαϊκής μουσικής που σημειώνεται στο πεντάγραμμο ως p και σημαίνει ότι οι φθόγγοι πάνω στους οποίους τίθεται το σημείο p πρέπει να εκτελεστούν με μειωμένη ένταση, απαλά, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piano (βλ. και πιανοφόρτε)].