κλειδοφορία
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ, v. sub κλειδοφορέω.
Greek Monolingual
κλειδοφορία, ἡ (Α) κλειδοφορώ
το να είναι κάποιος κλειδοφόρος, το αξίωμα του κλειδοφόρου.