κληροπαλής

English (LSJ)

κληροπαλές, distributed by shaking the lots, μοῖραι h.Merc.129.

German (Pape)

[Seite 1451] ές, durch das Schwanken, Schütteln (πάλλω) der Loose zugetheilt oder zuzuteilen, δώδεκα μοίρας κληροπαλεῖς H. h. Herc. 129.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
attribué par le sort.
Étymologie: κλῆρος, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κληροπᾰλής: распределяемый или распределенный, т. е. выпавший, доставшийся по жребию (δώδεκα μοῖραι HH).

Greek (Liddell-Scott)

κληροπᾰλής: -ές, ὁ κλήρῳ διανεμόμενος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 129.

Greek Monolingual

κληροπαλής, -ές (Α)
αυτός που διανέμεται με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -παλής (< πάλλω), πρβλ. αειπαλής, εκπαλής].

Greek Monotonic

κληροπᾰλής: -ές (πάλη), διανεμημένος μέσω του κουνήματος των κλήρων, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κληρο-πᾰλής, ές πάλη
distributed by shaking the lots, Hhymn.