κλωνανθής

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει ανθισμένα κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλοανθής, ψυχανθής].