κλωνοβλάστημα

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το
το νέο κλαδί που ξεφυτρώνει μετά από κλάδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + βλάστημα (< βλαστάνω)].