κλωστόμετρο

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

το
εργαλείο με το οποίο μετριούνται οι κλωστές ενός κομματιού υφάσματος.