Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
κνέφος: τὸ, = τῷ ἀνωτ., «κνέφος· σκότωσις» Ἡσύχ., Εὐστάθ. 1354, 1.
κνέφος, τὸ (Α)κνέφας.