κνισαλέος

English (LSJ)

α, ον, filled with the steam of fat, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσᾰλέος: -α, -ον, πλήρης κνίσης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κνισαλέος, -α, -ον (Α) κνίσα
γεμάτος κνίσα.