κοιλοπονώ

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

και -άω κοιλόπονος
(για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους της γέννας.