κοινοδίκαιον

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

German (Pape)

[Seite 1468] τό, Rechtsgemeinschaft, Verbindung mehrerer Städte zu einem gemeinsamen Gerichtshof, Pol. 23, 15, 4; Inscr. II p. 413.

Greek Monolingual

κοινοδίκαιον, τὸ (Α)
το δίκαιο που ίσχυε σε πολλές ομόσπονδες πόλεις.

Russian (Dvoretsky)

κοινοδίκαιον: (δῐ) τό общее (для ряда городов) судопроизводство, общее судилище Polyb.