κοινολέκτρος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινολέκτρος -ου [κοινός, λέκτρον] met gemeenschappelijk bed; subst. ἡ κοινολέκτρος bedgenote.